- βορραῖος
- βορραῖος,, α, ον, also ος, ον AP9.561 (Phil.),A = βόρειος, A.Th.527, AP6.245 (Diod.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορραίος — βορραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [βορράς] βόρειος … Dictionary of Greek
Βορραῖον — Βορραῖος masc acc sg Βορραῖος neut nom/voc/acc sg Βορραῖος masc/fem acc sg Βορραῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραῖοι — Βορραῖος masc nom/voc pl Βορραῖος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραῖαι — Βορραῖος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραίου — Βορραί̱ου , Βορραῖος masc/neut gen sg Βορραί̱ου , Βορραῖος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραίαις — Βορραί̱αις , Βορραῖος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραίη — Βορραί̱η , Βορραῖος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορραίῃ — Βορραί̱ῃ , Βορραῖος fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)